χάντικαπ

χάντικαπ
το, Ν
άκλ.
1. μέθοδος αντιστάθμισης τών διαφορετικών ικανοτήτων ή χαρακτηριστικών συναγωνιζόμενων ατόμων ή ομάδων, προκειμένου να εξισωθούν οι προϋποθέσεις τους για νίκη
2. (κατ' επέκτ.) α) μειονέκτημα
β) πρόσκομμα, εμπόδιο
γ) αναπηρία, σωματικό ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. handicap < φρ. hand in cap (< hand «χέρι» + in «μέσα, σε» + cap «σκούφος, καπέλο»), λόγω τού ότι οι παίκτες σε τέτοιο παιχνίδι κρατούσαν τα χρήματα μέσα σε καπέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”